Tsantilis Gallery

 

ΤΟ NEWLETTER ΜΑΣ

 

 

Tsantilis Gallery

 


Art Stories - Blog


Μα, επιτέλους, τι είναι τέχνη;


(Εικ. 1) Οι τρεις φίλοι (Σερζ, Μαρκ και Υβάν) μπροστά στον λευκό πίνακα (Art, Μικρό Παλλάς, 2018)
Με αφορμή την θεατρική παράσταση Art Στο θέατρο Μικρό Παλλάς (Αμερικής 2, Στοά Σπυρομήλιου) παρουσιάζεται από τις 5 Οκτωβρίου 2018, το έργο της Yasmina Reza με τίτλο «Art», σε σκηνοθεσία Θοδωρή Αθερίδη και πρωταγωνιστές τον ίδιο, μαζί με τους Άλκι Κούρκουλο και Γιώργο Πυρπασόπουλο [Εικ. 1].

Το συγκεκριμένο έργο της γαλλίδας συγγραφέα Γιασμίνα Ρεζά (γεν. 1959) πρωτοπαρουσιάστηκε το 1994 (Παρίσι, Comédie des Champs-Élysées) και έκτοτε γνωρίζει σημαντική επιτυχία, με επανειλημμένα ανεβάσματα σε διάφορες χώρες, στην Ευρώπη και την Αμερική, βραβεύσεις και μεταφράσεις σε περισσότερες από 20 γλώσσες, ενώ στην Ελλάδα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1996 (από τον Σταμάτη Φασουλή, στο Θέατρο Κάππα).

Στο Art η Ρεζά ασχολείται με την αισθητική αντίληψη και τη σύγχρονη τέχνη, οικοδομώντας ένα εξαιρετικά ευρηματικό κείμενο και μία ενδιαφέρουσα πλοκή, ανάμεσα σε τρεις φίλους, τον Σερζ, τον Μαρκ και τον Υβάν. Η υπόθεση εκτυλίσσεται στο Παρίσι της δεκαετίας του 1990, όπου ο Σερζ (Θ. Αθερίδης), επιτυχημένος δερματολόγος, αγοράζει έναν κατάλευκο πίνακα ζωγραφικής, διαστάσεων 1 επί 1,5 μέτρο, για τον οποίο πλήρωσε 200 χιλιάδες γαλλικά φράγκα.

Όπως ο ίδιος δηλώνει περήφανα, πρόκειται για «Αντριός περιόδου ’70» (υποθετικός ζωγράφος) και δεν είναι εντελώς λευκός, αλλά φέρει ορισμένες λεπτές διαγώνιες ρίγες – που, μάλλον, μόνον ο ίδιος μπορεί να διακρίνει [Εικ. 2].


(Εικ. 2) Ο φιλότεχνος Σερζ με τον λευκό πίνακά του των 200 χιλιάδων (Art, Μικρό Παλλάς, 2018)

Ωστόσο, ο επίσης επιτυχημένος, μηχανικός στο επάγγελμα, φίλος του Μαρκ (Ά. Κούρκουλος) χαρακτηρίζει χονδροειδώς τον πίνακα «παπάρα», εξοργίζεται με την επιλογή του Σερζ και του καταλογίζει σνομπισμό και ελιτισμό.

Ο τρίτος της παρέας, ο αποτυχημένος πωλητής ειδών γραφείου Υβάν (Γ. Πυρπασόπουλος), βρίσκεται μεταξύ των δύο, οι οποίοι προσπαθούν να του επιβάλλουν τη γνώμη τους και να πάρει θέση για το επίμαχο θέμα του λευκού πίνακα.

Ο ίδιος ενδιαφέρεται για περισσότερο άμεσα και «πεζά» ζητήματα – όπως ο επικείμενος, σε μια βδομάδα, γάμος του, στον οποίο οι δύο φίλοι του είναι κουμπάροι, αλλά ο καυγάς τους για τον πίνακα φαίνεται να τον ακυρώνει.

Εκκινώντας λοιπόν από τη διαμάχη των τριών για τη σύγχρονη τέχνη – που φτάνει σε ξεσπάσματα και καυγά – η Ρεζά αναδεικνύει τις διαπροσωπικές σχέσεις τους και ανατέμνει το ζήτημα της φιλίας και τα όριά της.   

Η «εκκωφαντική» ανεικονική τέχνη Το κύριο πάντως διακύβευμα του έργου είναι το θέμα της υποκειμενικής πρόσληψης των εικαστικών τεχνών, ιδίως σε σχέση με τις σύγχρονες εκδοχές τους. Ο Σερζ, ο κάτοχος του ακριβού μονοχρωματικού έργου, καλεί τον φίλο του Υβάν να νιώσει τη «δόνηση που προκαλεί η μονοχρωμία», ενώ μάλιστα του συστήνει: «μεσημέρι πρέπει να τον δεις!».

Αντίθετα, για τον παραδοσιακής αισθητικής φίλο τους Μαρκ – που απέρριψε ασυζητητί τον λευκό πίνακα – θεωρεί ότι «δεν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του έργου», δεν κατάφερε να το δει ως «το καταστάλαγμα μιας πορείας».

Ο Σερζ λοιπόν είναι υπέρμαχος της μη παραστατικής τέχνης και κρίνει δίκαιο το να καταβάλει ένα υψηλό ποσό για την απόκτησή της.


(Εικ. 3) Martin Barré, 63-H, 1963, ζωγραφική με αερογράφο σε καμβά, 67 × 80 εκ.
Ο ίδιος προσπαθεί να δει λεπτομερώς τον πίνακα και θεωρεί ότι «αντικειμενικά δεν είναι άσπρος». Ένας λοιπόν εντελώς αφηρημένος, πάλλευκος πίνακας ζωγραφικής γίνεται σημείο τριβής τριών φίλων για την έννοια της τέχνης, καθώς και για την αξία της, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Μέσα από ευφυώς λεπτοδουλεμένους διαλόγους, η Ρεζά διακωμωδεί – και συγχρόνως προβληματίζει εύστοχα τον θεατή – μία προσωπική της εμπειρία: ένας φίλος της είχε αγοράσει πανάκριβα έναν ανεικονικό λευκό πίνακα του Martin Barré (1924-1993), ακραιφνή εκπρόσωπο της μεταπολεμικής αφηρημένης ζωγραφικής στη Γαλλία [Εικ. 3].

Η Ρεζά δεν είχε απορρίψει τον πίνακα αφοριστικά – όπως ο Μαρκ στην παράσταση – ούτε όμως είχε καταφέρει να μην γελάσει με την επιλογή του φίλου της.

Τίθεται λοιπόν εδώ το μείζον ζήτημα της τέχνης του 20ου αιώνα, σε σχέση με την αφηρημένη, πλήρως ανεικονική ζωγραφική, όπως αυτή εκκινεί ήδη από το 1912 και εξής, με μια σειρά δημιουργών (Wassily Kandinsky, František Kupka, Pablo Picasso, Robert Delaunay, Ρώσοι πρωτοπόροι) που, από διαφορετικές ατραπούς, οδηγούνται σε όμορα αποτελέσματα, με έργο-ορόσημο, ιδίως όσον αφορά τη μονοχρωμία, το «Μαύρο Τετράγωνο» (1915) του Kazimir Malevich (1879-1935).

Από εκεί και πέρα ο δρόμος είναι ανοιχτός για τους επόμενους ανεικονικούς καλλιτέχνες και γενικότερα για την ανατροπή κάθε παραδεδομένης έννοιας, τεχνοτροπίας και τεχνικής των εικαστικών τεχνών.

Στη χορεία αυτή βέβαια εντάσσεται και ο Mark Rothko (1903-1970). Και αξίζει εδώ να θυμηθούμε ότι αποτελεί τον «πρωταγωνιστή» ενός άλλου θεατρικού έργου, που σημείωσε επίσης παγκόσμια επιτυχία, με τίτλο «Κόκκινο» (λόγω των έργων του Ρόθκο), από τον συγγραφέα John Logan. Το έργο αυτό έθετε ανάλογα με της Ρεζά ερωτήματα περί σύγχρονης τέχνης, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 2009 στο Λονδίνο, ενώ στην Αθήνα ανέβηκε επίσης με μεγάλη επιτυχία και εξαιρετικές ερμηνείες από τον Σταμάτη Φασουλή και τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο το 2010, στο Θέατρο «Δημήτρης Χορν».   

Το προκλητικό χρηματιστήριο της τέχνης Για να επανέλθουμε στην παράσταση «Art», η Ρεζά θέτει και το ζήτημα της (αντικειμενικής;) εκτίμησης της τέχνης, και με καθαρά οικονομικούς όρους.

Αυτή η παράμετρος σαφώς και σχετίζεται με τη σύγχρονη αγορά τέχνης και τους κανόνες της. Πως δικαιολογούνται, για παράδειγμα, οι εντελώς πρόσφατες δυσθεώρητες τιμές στις οποίες εκτινάχθηκαν έργα εν ζωή καλλιτεχνών σε δημοπρασίες;

Στις 15 Νοεμβρίου 2018 στη Νέα Υόρκη (οίκος Christie’s) ο πίνακας «Πορτραίτο ενός καλλιτέχνη (πισίνα με δύο μορφές)», έργο του 1972 από τον David Hockney (γεν. 1937), έσπασε κάθε προηγούμενο ρεκόρ για ζώντα καλλιτέχνη, φτάνοντας τα 90 εκατομμύρια δολάρια.

Μόλις ενάμιση μήνα νωρίτερα, στις 5 Οκτωβρίου 2018 στο Λονδίνο (οίκος Sotheby’s), ένα έργο («Το κορίτσι με το μπαλόνι») του μόλις 44χρονου Banksy (γεν. 1974), αδιαμφισβήτητου σταρ της street art, έπιασε ένα εκατομμύριο λίρες στερλίνες.

Το άκρον άωτον ήταν ότι ο καλλιτέχνης είχε φροντίσει ώστε το έργο να αυτο-καταστραφεί αμέσως μετά το τελικό «χτύπημα».

Αλλά ακόμη κι αν ξεφύγουμε από τη σύγχρονη τέχνη και τις ακραίες εκδηλώσεις της, φαινόμενα αδικαιολόγητης υπεραξίας εμφανίζει η τρέχουσα αγορά της τέχνης – εν μέσω παγκόσμιας οικονομικής δυσανεξίας – και για «κλασικά» έργα. Ένα χρόνο πριν (15 Νοεμβρίου 2017) ο σχετικά μικρών διαστάσεων πίνακας του Χριστού ως Σωτήρα του κόσμου (Salvator Mundi) ανήλθε σε δημοπρασία των Christie’s στη Νέα Υόρκη στα 450 εκατομμύριο δολάρια (!).

Όσο κι αν ο πρίγκηπας του Άμπου Ντάμπι ήθελε να προικοδοτήσει με αυτό το έργο το εκεί νεοπαγές παράρτημα του Λούβρου – άλλο παράδοξο φαινόμενο της μουσειακής πια αντίληψης της τέχνης – το ποσό δεν δικαιολογείται, πόσο μάλλον που η απόδοση του έργου στον Leonardo da Vinci αμφισβητείται βάσιμα και σε κάθε περίπτωση – ακόμη κι αν δεχτούμε την λεοναρδική πατρότητα – πρόκειται για ένα σε σημαντικό βαθμό επιζωγραφισμένο, εκτενώς συντηρημένο έργο, άρα όχι από το χέρι του Ντα Βίντσι.

Θα μπορούσε βέβαια να πει κανείς ότι αυτά τα «παιχνίδια» του χρηματιστηρίου της τέχνης δεν θα πρέπει πια να εντυπωσιάζουν, μετά τη «χρυσή κονσέρβα περιττωμάτων» του Piero Manzoni (1933-1963): τον Μάιο του 1961 – σε ηλικία δηλ. 28 ετών και δύο μόλις χρόνια πριν αποβιώσει – «δημιούργησε» 90 κονσέρβες, τιτλοφορούμενες «Σκατό του Καλλιτέχνη» [sic].

Κάθε τέτοιο σκεύασμα περιείχε 30 γραμμάρια και τιμολογείτο βάσει της τρέχουσας αξίας του χρυσού. Ο Manzoni δηλαδή έκανε τα περιττώματά του χρυσό! Κι όχι μόνον αυτό: καθώς αυτές οι κονσέρβες απέκτησαν συλλεκτική αξία, το 2007 μία από δαύτες πωλήθηκε (Sotheby’s) για 124 χιλιάδες Ευρώ και σχετικά πρόσφατα, το 2016, ο αριθμός 54 (ο καλλιτέχνης είχε αριθμήσει τα «αριστουργήματά» του) έπιασε τις 182 χιλιάδες λίρες στερλίνες!   

Βιβλιογραφικές «οδηγίες προς ναυτιλλομένους» Μάλλον δίκαια λοιπόν ο αδαής – αλλά ακόμη και ο σχετικά ενήμερος και δεκτικός στην τέχνη – θεατής, μπορεί να αναρωτηθεί για έργα όπως τα προαναφερθέντα της Αφαίρεσης του 20ου αιώνα κι όπως το επίμαχο στο έργο Art: Μα είναι αυτό είναι τέχνη;

Ακριβώς αυτό το ερώτημα θέτει η μελέτη της Cynthia Freeland «Μα είναι αυτό τέχνη; Εισαγωγή στη θεωρία της τέχνης» (Αθήνα, Πλέθρον, 2005), που, από τη σκοπιά κυρίως της φιλοσοφίας της τέχνης, εστιάζει στην καινοτομία και την πρωτοπορία των σύγχρονων εικαστικών τεχνών.

Ανάλογης οπτικής και το, επίσης μεταφρασμένο στα ελληνικά, έργο του Arthur C. Danto «Τι είναι αυτό που το λένε τέχνη» (Αθήνα, Μεταίχμιο, 2014), φιλοσόφου και κριτικού, που προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει την έννοια της τέχνης, βασιζόμενος (και) στην ερμηνεία του, από την πλευρά του θεατή κυρίως.

Για μια πιο ιστορική επισκόπηση της σύγχρονης τέχνης και της διαμόρφωσής της κατά τον 20ο αιώνα, ο έλληνας αναγνώστης μπορεί να ανατρέξει στην εξαιρετική μελέτη του Jean Clair «Σκέψεις για την κατάσταση των εικαστικών τεχνών, Κριτική της μοντερνικότητας» (Αθήνα, Σμίλη, 1999).

Ο J. Clair, ιστορικός της τέχνης από τους σημαντικότερους εν ζωή και θιασώτης της νεωτερικής τέχνης του 20ου αιώνα, ασκεί αυστηρή κριτική στους φλύαρους πειραματισμούς και στις άνευ περιεχομένου εικαστικές εκφάνσεις της εποχής μας, διαχωρίζοντας την ήρα από το στάρι.

Σε τελική θεώρηση, αν ένας πάλλευκος πίνακας είναι έργο τέχνης και μάλιστα αξίζει να πληρωθεί πανάκριβα συνιστά ένα ερώτημα που δεν μπορεί, ίσως δεν χρειάζεται και μάλλον δεν πρόκειται να απαντηθεί από τη δική μας εποχή, καθώς η κατάργηση της αναπαράστασης ή, έστω, η αποδόμησή της είναι ακριβώς δικό της παράγωγο.   

Δρ Θοδωρής Κουτσογιάννης ιστορικός της τέχνης.


Επικοινωνία

Μην διστάσετε να επικοινωνήσετε μαζί μας