Καλλιτέχνες
Ο Αλέκος Φασιανός γεννήθηκε στην περιοχή της Πλάκας στην Αθήνα. Σπούδασε ζωγραφική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών το διάστημα 1956-1960 στο εργαστήριο του Γιάννη Μόραλη. Μελέτησε την αρχαία ελληνική αγγειογραφία και τη Βυζαντινή εικονογραφία. Παρακολούθησε μαθήματα λιθογραφίας στην École des beaux-arts του Παρισιού, με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης (1962-1964), κοντά στους Clairin και Dayez. Το 1966 εγκαθίσταται στο Παρίσι, ενώ από το 1974 ζει και εργάζεται στο Παρίσι και την Αθήνα. Από το 1959, χρονιά της πρώτης ατομικής του παρουσίασης στην Αθήνα, έχει πραγματοποιήσει περισσότερες από εβδομήντα ατομικές εκθέσεις σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Παρίσι, Μόναχο, Τόκυο, Αμβούργο, Ζυρίχη, Μιλάνο, Βηρυτό, Στοκχόλμη, Λονδίνο και αλλού. Συμμετείχε επανειλημμένα σε ομαδικές εκθέσεις και γνωστές διεθνείς διοργανώσεις ανά την υφήλιο. Ο Φασιανός ασχολήθηκε επίσης με τη χαρακτική, το σχεδιασμό αφισών, καθώς και τη σκηνογραφία, συνεργαζόμενος κυρίως με το Εθνικό Θέατρο.
Ο Σπύρος Βασιλείου υπήρξε ένας από τους πλέον παραγωγικούς, αναγνωρίσιμους και δημοφιλείς Έλληνες εικαστικούς καλλιτέχνες. Κυρίως ζωγράφος, ήταν και αγιογράφος, χαράκτης, σκηνογράφος αλλά και συγγραφέας-κριτικός και δάσκαλος. Την καλλιτεχνική του παραγωγή χαρακτηρίζει η συνάντηση των διδαγμάτων της λαϊκής και της βυζαντινής τέχνης με τους πειραματισμούς των σύγχρονών του ρευμάτων. Πιο συγκεκριμένα, κινήθηκε πάνω στον άξονα του αιτήματος της επιστροφής στις ρίζες της ελληνικής τέχνης, προκειμένου να συναντήσει τάσεις των κινημάτων του ευρωπαϊκού μοντερνισμού, με τον τρόπο που προσλαμβάνονταν από την καλλιτεχνική ζωή στην Αθήνα. Τα έργα του, τα οποία απεικονίζουν το φυσικό και αστικό τοπίο καθώς και σκηνές της κοινωνικής ζωής, προσεγγίζουν και περιγράφουν την καθημερινότητα με λυρική και ονειρική διάθεση συνδυάζοντας το λόγιο με το λαϊκό στοιχείο και την παράδοση με τον νεωτερισμό.
Ο Γιάννης Μόραλης γεννήθηκε στην Άρτα το 1916. Το 1931, επιτυγχάνοντας στις εισαγωγικές εξετάσεις, ενεγράφη στο προπαρασκευαστικό τμήμα της Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας, όπου μαθήτευσε κοντά στο Δημήτριο Γερανιώτη. Αργότερα φοίτησε στα εργαστήρια του Κωνσταντίνου Παρθένη και του Ουμβέρτου Αργυρού, και από το 1933 στο εργαστήριο Χαρακτικής του Γιάννη Κεφαλληνού. Το 1936, χρονιά της αποφοίτησής του, εξασφάλισε υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών για σπουδές Ψηφοθετικής στο εξωτερικό.
Οι σπουδές του στη ζωγραφική συνεχίστηκαν στο Παρίσι, στη Σχολή Καλών Τεχνών, με τον Charles Guerin και τον Ducos de l` Haille. Συγχρόνως φοίτησε στην Ecole des Arts et Metiers, παρακολουθώντας μαθήματα ψηφοθετικής. Το 1947 εξελέγη τακτικός καθηγητής στο προπαρασκευαστικό τμήμα της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών και δέκα χρόνια αργότερα τακτικός καθηγητής στην έδρα της ζωγραφικής, θέση στην οποία παρέμεινε έως το 1983. Τα χρόνια 1959 - 1962 σχεδίασε και εκτέλεσε την εγχάρακτη σύνθεση του εξωτερικού τοίχου του ξενοδοχείου Χίλτον στην Αθήνα. Ασχολήθηκε επίσης με την κεραμική, την εικονογράφηση και τη σκηνογραφία, δουλεύοντας για το Εθνικό Θέατρο, το Ελληνικό Χορόδραμα και το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν.
Εξέθεσε για πρώτη φορά ατομικά το 1959 στον Αρμό. Συμμετείχε σε ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις, μεταξύ των οποίων η Μπιενάλε της Βενετίας (1958) και η Μπιενάλε Ταπισερί της Λοζάνης (1965, 1972). Το 1988 πραγματοποιήθηκε αναδρομική έκθεση του έργου του στην Εθνική Πινακοθήκη και ακολούθησε η μεγάλη δωρεά του καλλιτέχνη στο μουσείο. Το 1996 η Ακαδημία Αθηνών οργάνωσε έκθεση προς τιμήν του. Καλλιτέχνης που επηρέασε καθοριστικά το τοπίο της μεταπολεμικής τέχνης στην Ελλάδα, τόσο με το εικαστικό του έργο όσο και με τη διδασκαλία του, πέτυχε στη ζωγραφική του τη σύζευξη του κλασικού με το μοντέρνο. Πέθανε το 2009 στην Αθήνα.
Ο Βασίλειος Ιθακήσιος γεννήθηκε στο Ακρωτήρι Μυτιλήνης το 1877. Ο πατέρας του καταγόταν από την Ιθάκη, παντρεύτηκε όμως στη Μυτιλήνη και εγκαταστάθηκε εκεί μόνιμα. Η Ιθάκη, ωστόσο, αποτέλεσε σημαντικό σημείο αναφοράς στη ζωγραφική του. Το πραγματικό του επώνυμο ήταν Γεωργανάς, αλλά υιοθέτησε το «Ιθακήσιος» ως φόρο τιμής στον τόπο όπου πέρασε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του.
Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Αμβέρσα του Βελγίου με υποτροφία. Ο ίδιος δεν ενέτασσε τον εαυτό του σε συγκεκριμένη καλλιτεχνική σχολή, παρότι τα έργα του μπορούν να θεωρηθούν γενικώς νεο-ιμπρεσιονιστικά. “ … Οπωσδήποτε ο Όλυμπος και η εναλλασσόμενη ομορφιά του, σ’ όλες τις ώρες και σ’ όλες τις εποχές, είναι η μοναδική μου ανεξάντλητος πηγή”, δηλώνει ο Βασίλειος Ιθακήσιος.
Τον Οκτώβριο του 1935, στην αίθουσα του Παρνασσού εκτίθενται τα έργα του που απεικονίζουν διάφορα τοπία της Ελλάδας: Κεφαλλονιά, Καστοριά, Σκόπελος, Σκιάθος, Μετέωρα, Ναυαρίνο και άλλες πολλές. Το αθηναϊκό κοινό ενθουσιάζεται κυρίως με τον ιδιαίτερο τρόπο που ο ζωγράφος προσλαμβάνει την ομορφιά της φύσης, ειδικά τα τοπία του Ολύμπου.
Επί είκοσι χρόνια επέλεξε να μείνει στον Όλυμπο, μέσα σε μια σπηλιά, την οποία ονόμασε “Άσυλο Μουσών” και έζησε εκεί τη μοναξιά του ως γνήσιος καλλιτέχνης. Ο Ιθακήσιος πέθανε στην Αθήνα το 1977, λίγους μήνες αφού έκλεισε τα 100 του χρόνια. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έζησε στο Γηροκομείο Αθηνών. Δώρισε τους πίνακες που είχαν απομείνει στην κατοχή του στο Γηροκομείο, που τον φιλοξενούσε δωρεάν. Τα υπόλοιπα έργα του βρίσκονται σε διάφορες δημόσιες πινακοθήκες και σε ιδιωτικές συλλογές.
Ο Άγγελος Παναγιωτίδης γεννήθηκε στην Αμφιλοχία το 1950.
Πραγματοποίησε την πρώτη του έκθεση στο εργαστήριό του το 1990 μετά από είκοσι χρόνια πειραματισμού με όλα τα διαφορετικά μέταλλα που χρησιμοποιούνται στη γλυπτική. Αφιέρωσε επίσης πολλή μελέτη στον φυσικό κόσμο, ιδιαίτερα στη δομή και τις μορφές των δέντρων. Η βαθιά γνώση των υλικών του, που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια αυτών των πολλών ετών μελέτης, τον οδήγησε στη δημιουργία γλυπτών δέντρων που δύσκολα φαίνονται φτιαγμένα από το ανθρώπινο χέρι. Τώρα, μετά από μια σειρά εκθέσεων που ξεκίνησαν το 1995, τα έργα του είναι άμεσα αναγνωρίσιμα, και έχουν φτάσει να θεωρούνται κλασικές αναπαραστάσεις του δέντρου στη γλυπτική.
Με τα έργα του έχουν τιμηθεί οι Ολυμπιονίκες: Πύρρος Δήμας και Νίκος Κακλαμανάκης, καθώς και οι πρώην πρόεδροι της Βουλής Απόστολος Κακλαμάνης & Άννα Ψαρούδα-Μπενάκη και η Εθνική Ομάδα Πόλο Γυναικών. Κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2004, γλυπτά χρυσά στεφάνια ελιάς, δικές του δημιουργίες, απονεμήθηκαν και στους τρεις πρώτους Ολυμπιονίκες του Μαραθωνίου. Το ίδιο στεφάνι δόθηκε και στον Σλοβάκο Matanin Marcel, η είσοδος του οποίου στο Παναθηναϊκό Στάδιο έγινε σύμβολο του τέλους των Αγώνων στην Αθήνα.
O Nίκος-Γιώργος Παπουτσίδης ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Σπούδασε στην Αγγλία Περιβαλλοντολογική Τέχνη. Έζησε στο Παρίσι, έμαθε χαρακτική και συνεργάστηκε με γνωστές γκαλερί. Επινόησε το Σιδηρογράφημα, είδος τέχνης κατά το οποίο η ζωγραφική και η γλυπτική συνδυάζονται δημιουργικά πάνω σε λαμαρίνα.
Έχει σχεδιάσει είδη γραμμάτων και συνθέσεις με λέξεις και έχει γράψει Οπτική Ποίηση. Δημιούργησε το Ποίημα Αντικείμενο, έναν συνδυασμό εικόνας και λόγου. Φιλοτέχνησε μετάλλια, βραβεία, κοσμήματα, εξώφυλλα δίσκων, αφίσες και υπαίθρια λάβαρα.
Έχει συνεργαστεί με τον Πολιτισμικό Οργανισμό του Δήμου Αθηναίων (1997, 1998, 1999, 2002, 2003), το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (2000) και το Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών “Ελευθέριος Βενιζέλος” (2002, 2017, 2018).
Το 2018 το Διεθνές Αεροδρόμιο Αθηνών "Ελ. Βενιζέλος" οργάνωσε έκθεση διάρκειας έξι μηνών με ενότητα έργων του σχετικά με το Μαραθώνιο Ιδεώδες, υπό την αιγίδα του Μουσείου Μαραθωνίου Δρόμου.
Η Marina Leon γεννήθηκε και πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής της στη Νέα Υόρκη. Δείχνοντας από μικρή ηλικία έντονο ενδιαφέρον τόσο για την τέχνη όσο και τη μόδα, αποφάσισε να φοιτήσει στο F.I.T. New York, όπου πραγματοποίησε σπουδές στο Σχέδιο Μόδας.
Κατά την επιστροφή της στην Ελλάδα, συνεργάστηκε με πολλές ελληνικές εταιρείες μόδας σημειώνοντας μια επιτυχημένη επαγγελματική πορεία ως σχεδιάστρια μόδας.
Η μητρότητα μονοπώλησε την προσοχή της για τα επόμενα έτη, ωστόσο η ανάγκη για καλλιτεχνική έκφραση την οδήγησε σε ένα νέο μονοπάτι, αυτό της ζωγραφικής. Επιθυμώντας να αποκτήσει γερές βάσεις, αφιερώθηκε στη θεωρητική της κατάρτιση, δίπλα σε διεθνώς αναγνωρισμένους καλλιτέχνες.
Η πρώτη της συλλογή άρχισε να διαμορφώνεται το 2019. Σε αυτή, η καλλιτέχνις θέλησε να αποτυπώσει εικαστικά τον κόσμο της γυναικείας φύσης μέσα από τα ζωηρά χρώματα, τα λουλούδια και τις κομψές γυναικείες μορφές.
Τα τελευταία χρόνια, η ζωγράφος προσανατολίστηκε σε μια νέα κατεύθυνση, συνταιριάζοντας την παραδοσιακή ζωγραφική σε καμβά με τα σύγχρονα βιομηχανικά υλικά, υποστηρίζοντας έμπρακτα τη διαρκή εξέλιξη στην τέχνη.
Σημαντικός αριθμός έργων της ανήκουν σε μεγάλες συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Ο Θανάσης Τσίγκος γεννήθηκε στην Ελευσίνα το 1914. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο της Αθήνας από όπου αποφοίτησε το 1936. Εργάστηκε ως βοηθός κοντά στον Π. Τζελέπη και στη συνέχεια στον Κ. Κωτάκη, στην Κρήτη και την Αθήνα.
Εγκατεστημένος από το 1948 στο Παρίσι, αγοράζει το θέατρο Gaite Montparnasse αναλαμβάνοντας τη σκηνογραφία, τα κοστούμια και τη διαχείριση της επιχείρησης. Εκεί, πραγματοποιήθηκε η γνωριμία του με σημαντικούς καλλιτέχνες και διανοούμενους όπως ο Sartre, ο Chagall και ο Picasso.
Η παράλληλη ενασχόληση του ωστόσο με τη ζωγραφική (1949-1953), έμελλε να εξελιχθεί στην κύρια ασχολία του. Ο ζωγράφος των ‘παλλόμενων λουλουδιών’ εκθέτει για πρώτη φορά έργα του στην Gallerie du Siecle το 1950, ενώ το 1953 πραγματοποιεί την πρώτη ατομική του έκθεση στο Studio Paul Facchetti στο Παρίσι. Από το 1954 έως το 1961 εκθέτει το έργο του στο Παρίσι, σε γκαλερί, στα Salon des Realites Nouvelles και αλλού, συνυπάρχοντας με καλλιτέχνες όπως ο Fautrier και ο Max Ernst.
Το 1961 επιστρέφει στην Αθήνα, όπου πεθαίνει τέσσερα χρόνια μετά. Το 1980 πραγματοποιείται αναδρομική έκθεση Τσίγκου στην Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, καθώς και αναδρομική έκθεση στο Centre Georges Pompidou στο Παρίσι.